Replace

Sunday 14 February 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ: "ON A VALENTINE'S DAY"

"ON A VALENTINE'S DAY"



6:25

Το ξυπνητήρι ουρλιάζει. Όλο μου το σώμα είναι μουδιασμένο και ένας οξύς πόνος πιέζει και σπάει τον θώρακα μου στα δύο. Αγκομαχώ δυνατά και αποφασίζω να σταθώ όρθιος ώστε να βγάλω πια και τη σημερινή. Πόσες μέρες είμαι κλεισμένος εδώ, στο ψηλό και αποκομμένο από την πόλη κτίριο, στον τελευταίο του όροφο;

Κοιτάζω γύρω μου μετρώντας τα αμπαρωμένα παράθυρα του τετράγωνου δωματίου. Πέντε. Πέντε παράθυρα που με κρατούν αιχμάλωτο από τον έξω κόσμο. Πέντε παράθυρα που με κρατούν ασφαλή από τον έξω κόσμο.

Φοβάμαι. Φοβάμαι να βγω και να τους συναντήσω. Θα με κυνηγήσουν και θα με φάνε ζωντανό. Θα χάσω ότι κάνει εμένα, και ότι έκανε εμένα πριν τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες εβδομάδες. Θα παραμείνω εδώ, κλεισμένος και περιφραγμένος, τρομοκρατημένος και φοβισμένος, θα παραμείνω εδώ μέχρι τη μέρα που τα μάτια μου θα έχουν κουραστεί να ατενίζουν την μοναξιά και το κενό. Μέχρι τη μέρα που η καρδιά μου θα πάψει να χτυπά από το τόσο σκοτάδι που έχει ρουφήξει.

Προχωράω προς τον στενό νεροχύτη και ετοιμάζω μια κούπα κρύο τσάι. Χωρίς ρεύμα και με εμφιαλωμένο νερό, δεν γνωρίζω πόσο καιρό θα τα καταφέρω μόνος μου. Χωρίς επιδρομές στον κόσμο τους, έξω από το καλά εφοδιασμένο δωμάτιο μου, δεν γνωρίζω πόσο καιρό θα αντέξω.

Αν δεν ήσουν τόσο κότα Άγγελε, δεν θα σάπιζες σε αυτή την τρύπα!”

Συγκρατιέμαι. Τέτοια βίαια ξεσπάσματα είναι στα πλαίσια του φυσιολογικού. Το ντελίριο μου φαίνεται λογικό αν σκεφτείς τον παράλογο κόσμο στον οποίο ζω πλέον. Αυτό τον κόσμο φτιαγμένο από αίμα και λάσπη.

Δεν πρέπει να φύγω από εδώ. Το γεγονός ότι δεν με έχουν βρει τόσο καιρό είναι εξαιτίας αυτού. Εκεί εξώ είναι ένα ναρκοπέδιο. Με το πρώτο βήμα που κάνω, θα με βρούνε και τότε θα αναγκαστώ να πω αντίο σε ότι γνώριζα ώς τώρα.

Και όλες οι φωνές που ακούς κάθε μέρα; Όσες ακούς το βράδυ, δεν σου σκίζουν την καρδιά σου; Δεν σε φοβίζουν ακόμα περισσότερο; Κάποιος φώναζε βοήθεια χθες, δεν θα ήσουν καλύτερος άνθρωπος αν κατέβαινες και τους έδινες καταφύγιο; Έστω και για λίγο; Έστω και αν σας ακολουθούσαν; Τουλάχιστον θα δικαιολογούσες την ανθρωπιά που τόσο λες ότι έχεις. Αλλά είσαι δειλός! Και εγωιστής!”

Σκάσε που να πάρει η ευχή! Σκάσε, σκάσε, σκάσε! Σταμάτα πιά να με αμφισβητείς!

Ο καθρέφτης μπροστά μου αντανακλά ένα πρόσωπο φοβισμένο και ταραγμένο-- αυτοί οι φανταστικοί καβγάδες με το υποσυνείδητο μου θα με τρέλαιναν. Το γνωρίζω αυτό. Και το νιώθω. Μέρα με τη μέρα το μυαλό μου αποκόβεται—κλείνεται στον δικό του ξεχωριστό κόσμο, χτίζοντας φρούρια και παραμένονας απόρθητο. Θα χάσω τον εαυτό μου. Θα χάσω την λογική μου. Και όλα αυτά επειδή επιλέγω να κρυφτώ και να μην αναμειχθώ. Επιλέγω να κάτσω πίσω και σαν σιωπηλός παρατηρητής να μην αναμειχθώ επειδή ο φόβος παραλύει όλο μου το είναι.

Πως θα μπορέσω να φύγω από εδώ; Σίγουρος θάνατος αν το κάνω. Πως θα μπορούσα να ξέφευγα από όλους όσους θα με κυνηγούσαν; Σίγουρος θάνατος αν το κάνω. Πως θα γινόταν να έβρισκα επιζώντες και να φεύγαμε μαζί; Ίσως, κάπου, κάποιοι να μαζεύουν τους ίδιους με μένα για να μας προστατεύσουν. Σίγουρος θάνατος αν το κάνω.

Θέλω να νιώσω ξανά ανθρώπινο άγγιγμα, να χαμογελάσω και να κλάψω από χαρά. Θέλω να λουστώ με ζεστό νερό και θέλω ένα φουσκωτό μαξιλάρι να κοιμηθώ. Έχω ανάγκη από ασφάλεια και αγάπη, από έρωτα και φιλία. Θα τρελαθώ, θα τρελαθώ, θα χάσω το μυαλό μου, θα χάσω το μυαλό μου, θα τρελαθώ, θα τρελαθώ, θα--

Δυο χτυπήματα στην μαύρη πόρτα του δωματίου είναι αρκετα να με ξυπνήσουν από το ντελίριο μου. Παραμένω στη ξαπλωτή θέση μου, με μπερδεμένα τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και τα πόδια στερεωμένα στο στήθος μου, και αφουγκράζομαι.

Αφουγκράζομαι. Άκουσα καλά; Κάποιος χτύπησε την πόρτα; Κάποιος ήρθε εδώ, υπό το φως της μέρας και βρήκε το καλά κρυμμένο δωμάτιο μου. Κάποιος ξέρει ότι είμαι εδώ.

Τα χτυπήματα είναι υπομονετικά αλλά σταθερά. Κάποιος βρίσκεται έξω από την μαύρη σιδερένια πόρτα και με παρακαλεί να του ανοίξω. Κάποιος που βρήκε το κρυσφύγετο μου και με παρακαλεί να με πάρει μαζί του στην καταστροφή. Ήδη νιώθω την φωτιά γύρω μου να με συνθλίβει σαν ένα κομμάτι σίδερο. Να με γλύφει με τις κόκκινες φλόγες της μέχρι το μόνο που απομένει είναι αίμα και λάσπη.

Δεν γίνεται να μην ανοίξω. Δεν γίνεται να τον αφήσω να περιμένει. Δεν γίνεται. Αν ήταν ένας από αυτούς δεν θα παρέμενε σιωπηλός για τόση ώρα. Δεν θα χτυπούσε απλά, θα έσπαγε την πόρτα. Ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε.

Αν μου ανοίξετε υπόσχομαι να σας εξηγήσω τα πάντα.”

Γυναικεία φωνή. Μια γυναικεία φωνή. Τρομαγμένη και βιαστική. Σίγουρα δεν θέλει να τραβήξει την προσοχή τους. Ένας άνθρωπος σαν και μένα ζητάει βοήθεια. Μου ζητάει βοήθεια.

Τρέχω προς την πόρτα και κολλάω το πρόσωπο μου πάνω της με σκοπό να την ακούσω. Ακούω την ανάσα της, γρήγορη και δυνατή, νομίζω ότι ασθάνομαι την θέρμη της. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να την φανταστώ. Να έρχεται και να μου παίρνει το χέρι, να με αγκαλιάζει και να με καθησυχάζει: “Όλα θα πάνε καλά Άγγελε, θα δεις.”

Σας παρακαλώ, χρειάζομαι ένα μέρος να κρυφτώ. Θα με βρουνε και θα με κάνουν σαν και αυτούς. Σας είδα χθες. Κρυφοκοιτάγατε από το πιο μικρό παράθυρο κάτω, προς τον πατέρα που προσπαθούσε να σώσει το παιδί του από αυτα τα... πλάσματα. Δεν κάνατε τίποτα. Δεν σας αδικώ. Και εγώ δεν θα έκανα τίποτα. Αλλά σκέφτηκα.... να σας γνωρίσω, είμαι μόνη μου και έχω να μιλήσω με άνθρωπο εδώ και τρεις εβδομάδες. Πόσο μάλλον να δω κάποιον... που δεν είναι... μεταλλαγμένος.”

Και άλλος σαν και μένα; Και άλλη σαν και μένα; Να με παρακαλεί να της ανοίξω για να μιλήσουμε για όσα μας ενώνουν; Μπορώ να το κάνω αυτό;

Σας παρακαλώ... Μη με αφήσετε εδώ. Απαντήστε μου. Φοβάμαι. Μη με αφήσετε εδώ. Είστε καλά κρυμμένος. Έφερα και τις δικές μου προμήθειες. Θα βγαίνω εγώ να σας τις ανανεώνω. Σας παρακαλώ.”

Η φωνή της έσπασε σε χίλια θραύσματα. Τα αναφίλητα της χύνονταν μέσα μου και μαύριζαν την καρδιά μου. Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι.

Ξεκλειδώνω και ρίχνω τις σιδερένες μπάρες. Η διαδικασία παίρνει κάποια ώρα, όχι μόνο επειδή τρέμουν τα χέρια μου αλλά και επειδή από τότε που κάρφωσα τη πόρτα δεν την έχω ανοίξει ξανά.

Πίσω από αυτήν, ξεπροβάλλει μια νέα κοπέλα με μάτια κατακόκκινα από τα δάκρυα και χέρια ξεπαγιασμένα από το κρύο. Τα κατακόκκινα μαλλιά της φτάνουν μέχρι την μέση της-- μου χαμογελάει ευγενικά και μου συστήνεται.

Είμαι η Αναστασία. Σε ευχαριστώ πολύ.”

Και με αυτό πέφτει στην αγκαλιά μου και κρύβει το μικρό πρόσωπό της στον λαιμό μου.
Μένω εμβρόντητος και ανίκανος να βγάλω λέξη. Το σώμα της δείχνει να ταιριάζει τέλεια στο δικό μου-- έτσι αγκαλιασμένοι όπως είμαστε νιώθω πως ένα από τα όνειρα μου έχει πραγματοποιηθεί. Δεν θα πεθάνω χωρίς να έχω νιώσει για μία ακόμη φορά ανθρώπινο άγγιγμα.

Συγνώμη για την αγκαλιά. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Απλά είσαι ο μόνος που με έχει βοηθήσει όλο αυτόν τον καιρό. Όσοι είναι ζωντανοί είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και δεν ανοίγουν σε κανέναν. Είσαι ο μόνος που κυριολεκτικά με έσωσε από βέβαιο χαμό.”

Της χαμογελάω και καταπίνω δυο-τρεις γουλιές σάλιο. Η φωνή που βγαίνει από τον φάρυγγα μου μοιάζει ξένη, δεν μου ανήκει, άνηκε στον τύπο που ζούσε στην οδό Νίκης στο Σύνταγμα με την αδερφή του, εικοσιπέντε μέρες πριν οι μεταλλαγμένοι πλημμυρίσουν τους δρόμους όλης της χώρας.

Δεν.. δεν πειράζει. Είμαι ο Άγγελος. Είμαι κλεισμένος εδώ από τότε που ξεκίνησε ο πανικός και όλοι μεταλλάσονταν σε.... καννίβαλους.”

Τόσο πολύ; Θεέ μου πως άντεξες; Λοιπόν, έφερα όλες τις προμήθειες μου. Νομίζω μπορούμε να τα καταφέρουμε μέχρι να έρθει ο στρατός να μαζέψει όλους τους επιζώντες και να τους μεταφέρει σε ζώνες ασφαλείας.”

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα.

Ζώνες ασφαλείας; Εϊσαι σίγουρη;”

Ναι! Το άκουσα μια εβδομάδα πριν, οπότε αναγκαστικά περιμένουμε να έρθουν να μας βρουν. Θα σαρώσουν όλες τις περιοχές εδώ γύρω και δεν υπάρχει περίπτωση να μην μας δούνε. Θα στείλουν τις καλύτερες ομάδες. Θα δεις, σε λίγο καιρό θα τριγυρνάμε έξω ελεύθεροι και χωρίς φόβο. Θα μας προστατέψουν και θα σκοτώσουν όλα τα παράσιτα.”

Χαμογελάει, ένα στραβό μειδίασμα και με παρασέρνει στον χορό της. Αν όντως είναι έτσι όπως τα λέει, τότε ναι, μπορούμε να ελπίζουμε.

****
Και δηλαδή θες να μου πεις ότι η αδερφή σου σε έκανε ότι ήθελε; Εσένα; Αν ήμουν δύο μέτρα δεν θα άφηνα κανέναν να με κάνει ότι θέλει!”

Το γέλιο της είναι διαπεραστικό. Τρυπάει το στέρνο μου και θερμαίνει την καρδιά μου. Είχα να γελάσω τόσο από τις μέρες με την Ντίνα, την μικρότερη μου αδερφή, την οποία έχασα στο πρώτο Ξέσπασμα των μεταλλαγμένων. Ένας Θεός ξέρει που βρίσκεται.

Ήσουν λοιπόν καθηγητής φυσικής σε γυμνάσιο και είχες αδυναμία στην μικρότερη σου αδερφή. Σε αντίθεση με εμένα που έμαθα από μικρή να μην εμπιστεύομαι την οικογένεια μου και τους γύρω μου.”

Τις τελευταίες ώρες μιλούσαμε ασταμάτητα για την ζωή μας πριν το Ξέσπασμα, πριν την αιματηρή παράνοια, πριν τον ρετροϊό που μετέτρεπε ανθρώπους σε κανίβαλους. Η Αναστασία γελάει συνέχεια και πλέον μπορώ να ελπίζω σε καλύτερες μέρες. Τουλάχιστον θα είχα μια παρέα, έναν άνθρωπο να με ακούει και να με επαναφέρει στο παρελθόν μου. Ένα παρελθόν ανθρώπινο και αληθινό.

Η Αναστασία μαζεύει τα αποφάγια μας και κάθεται στο πάτωμα, δίπλα από εμένα. Με κοιτάζει έντονα και αισθάνομαι τα σκούρα μάτια της να με ρουφάνε και να με γεμίζουν ζωή. Ξανά, από την αρχή.

Είχες οικογένεια; Εννοώ δική σου.. Γυναίκα, παιδιά..”
Όχι, όχι. Δεν ήμουν τόσο επιτυχημένος στον ερωτικό τομέα όσο νομίζεις.”
Δεν είπα κάτι τέτοιο! Απλά ρώτησα!”
Εσύ;”
Θα σε πείραζε αν σε φιλούσα;”

Η ερώτηση φτάνει απότομα και ο εγκέφαλος μου αργεί να την αποκωδικοποιήσει.

Θέλεις να...”
Απλά να θυμηθώ πως είναι. Έχω ξεχάσει την άισθηση.”

Χαμογελάει και με παρακαλεί με τα μάτια της.

Δεν ξέρω πόσο σωστό είναι. Είσαι πολύ μικρότερη μου και..”
Και στο ζητάω εγώ. Αν δεν θες, δεν υπάρχει θέμα.”

Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω και να επεξεργαστώ τι άλλαξε μεταξύ μας. Γρήγορα φτάνω στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Απλά την γνώρισα. Την γνώρισα και μου άρεσε.

Και εγώ θα το ήθελα.”

Με πλησιάζει θαραλλέα και χωρίς δεύτερη σκέψη κολλάει τα χείλια της στα δικά μου. Έχουν γεύση βατόμουρο και αισθάνομαι το στομάχι μου να ζεσταίνεται όλο και πιο πολύ, κάθε φορά που με δαγκώνει και με ρουφάει. Με αιχμαλωτίζει με το στόμα της και τα χέρια της εξερευνούν το σώμα μου. Τα πόδια της παραμένουν τυλιγμένα γύρω μου και αναπολώ πως ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει τέτοιο πάθος με τις προηγούμενες σχέσεις μου.

Με ξαπλώνει στο πάτωμα και χαμογελάει πονηρά. Συνεχίζει να με φιλάει και να με χαϊδεύει σε όλα τα μέρη του σώματος μου, ενώ εγώ αποφασίζω να ανταποδώσω με την ίδια έξαψη.

Έχουμε πάρει φωτιά με τις στάχτες μας να σκορπίζονται στο μικρό δωμάτιο-- είμαστε μια κινούμενη βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Δυνατά χτυπήματα στη μάυρη πόρτα σταματούν και τους δυο μας. Η Αναστασία με τα κόκκινα μάγουλα σταματάει και με κοιτάζει έντρομη στα μάτια. Παρατηρώ τις κατάμαυρες κόρες της. Είναι υπερβολικά διέσταλμενες. Παρατηρώ το μισάνοιχτο στόμα της. Τα χείλια της μοιάζουν κατακόκκινα σαν το αίμα. Τα χτυπήματα συνεχίζονται. Και εγώ συνεχίζω να παρατηρώ. Παρατηρώ τα μαλλιά της. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν τόσο λίγα. Παρατηρώ το στέρνο της. Μοιάζει σαν γερασμένο και ρυτιδιασμένο. Παρατηρώ τα ρούχα της. Φαίνονται σκισμένα και αιματοβαμμένα.

Η Αναστασία σε μια ανάσα εξαφανίζεται. Η ώρα μοιάζει να γυρνάει πίσω, τότε που κοιταζόμουν στον καθρέφτη, πριν ακούσω την φωνή της έξω από το δωμάτιο μου να με παρακαλεί να της ανοίξω. Πριν την αφήσω να μπει στην καλά προστατευμένη ζωή μου.

Βρίσκομαι ξαπλωμένος στο πάτωμα και δύο μεταλλαγμένοι κατασπαράζουν το δέρμα μου. Μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά τρώει τον λαιμό μου, μια κοπέλα με κατακόκκινα χείλια επιτίθεται στο στέρνο μου. Κάποια υγρή ουσία στάζει από τα δόντια της και μόνο τότε καταλαβαίνω γιατί τόσοι πολλοί έχουν μεταλλαχθεί. Παραισθήσεις ευτυχίας. Οι κανίβαλοι σου προσφέρουν παραισθήσεις ευτυχίας. Και αν μετατραπείς σε αυτούς, υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να έχεις τέτοιες παραισθήσεις αιώνια, έτσι δεν είναι; Υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να βρώ ξανα την Αναστασία, έτσι δεν είναι;

Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και το μόνο που μπορώ να δω πριν τελικά κλείσω τα μάτια μου και αφήσω την τελευταία μου αναπνοή είναι και άλλους μεταλλαγμένους να βαδίζουν γρήγορα προς το μικρό δωμάτιο.

Μια απόκοσμη μουσική τυλίγει την ψυχή μου και την πετάει σε έρημες χώρες και μέρη ανίερα. Χαμογελάω με την τρέλα του ίδιου μου του εαυτού και αφήνομαι. Τόσος κόπος να προστατευτώ και να ζήσω και να, αν δεν ξεκλείδωνα εκείνη τη πόρτα δεν θα είχα βρεί την ευτυχία. Στα μάτια της. Στα μακριά της μαλλιά. Στα βελουδένια χείλη της.


My insides all turned to ash, so slow
And blew away as I collapsed, so cold
A black wind took them away, from sight
And held the darkness over day, that night..”

~A




No comments:

Post a Comment